- κλαδευτήρι
- το (Α κλαδευτήριον, Μ κλαδευτήρι) [κλαδεύω]όργανο που χρησιμεύει στο κλάδεμααρχ.στον πληθ.) τὰ κλαδευτήριαεορτή κατά την εποχή τού κλαδέματος τών δέντρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαδευτήρι — το κοφτερό όργανο, με το οποίο κλαδεύουν τ αμπέλια και τα δέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
κλαδευτήρα — η μεγεθυντικό του κλαδευτήρι, μεγάλο κλαδευτήρι: Κλάδεψε όλα τα δέντρα με την κλαδευτήρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελοκλαδευτήρι — το όργανο με το οποίο κλαδεύονται τα αμπελοκλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλαδευτήρι] … Dictionary of Greek
αμπελοπρίονο — το οδοντωτό κλαδευτήρι που χρησιμοποιείται από τους αμπελουργούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + πριόνι] … Dictionary of Greek
βλαστοκόπος — ο δενδροκομικό εργαλείο κοπής των βλαστών, κλαδευτήρι … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] … Dictionary of Greek
κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… … Dictionary of Greek
κλαστήριον — κλαστήριον, τὸ (Α) [κλω] κλαδευτήρι, δρεπάνι … Dictionary of Greek